1990...χρονιά που άλλαξε την ζωή μου.

Η μητέρα μου και ο άντρας της (τον λέω έτσι, διότι δεν ήταν ο φυσικός μου πατέρας), αποφασίζουν να φύγουν
από το ενοίκιο της Αθήνας και να μετακομίσουν σε ένα οικοπεδάκι που είχαν αγοράσει με γραμμάτια στην Κερατέα.

Θα θυμάστε αυτές τις παλιές διαφημίσεις για τα οικόπεδα στα λιμανάκια της Κερατέας.
Όλη η φτωχολογιά τότε είχε αγοράσει με γραμμάτια ένα ή δυο οικοπεδάκια, για να μπορέσει κάποτε να φτιάξει
ένα σπιτάκι και να απαλλαγεί από το ενοίκιο. Δεν έπαιρνες τότε στεγαστικά δάνεια τόσο εύκολα όσο σήμερα.

Ο καθένας αγόραζε ένα οικοπεδάκι εκτός σχεδίου και τον ελεύθερο χρόνο του, μάζευε τις οικονομίες του,
για να στήσει σιγά σιγά ένα σπιτάκι στα περίφημα λιμανάκια της Κερατέας.

Βρέθηκα σε ηλικία 20 χρονών λοιπόν εκεί, στην πλαγιά ενός βουνού, μαζί με την οικογένειά μου,
για να στήσουμε κι εμείς ένα σπιτάκι για αρχή, έχοντας όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον.

Δύσκολες εποχές τότε για εμάς, αλλά και για τους γείτονές μας που έκαναν την ίδια προσπάθεια
για ένα καλύτερο μέλλον, σε μία περιοχή πιο ανθρώπινη από την Αθήνα, που είχε αρχίσει να μας αρρωσταίνει.

Όταν στήσαμε τα δύο πρώτα δωματιάκια με τσιμεντόλιθους, πήραμε και τα πρώτα μας ζωάκια.
Μερικές κοτούλες, έναν σκύλο, μία κατσικούλα που μας έστειλε ο μπάρμπας από το χωριό.
Η κατσικούλα, κάτασπρη, ήταν από αυτές τις ήμερες κατσικούλες που έχουν στα σπίτια οι συγχωριανοί.


Ώσπου να τελειώσουμε το σπίτι, είχαμε φτιάξει μία αποθηκούλα όπου κοιμόμασταν και τρώγαμε.
Εκεί μέσα σε αυτήν την αποθηκούλα ήρθαν τα καλά νέα της επιτυχίας μου στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Δεν θα ξεχάσω την αποθηκούλα, που έλαμψε τότε από υπερηφάνεια. Λίγες οι χαρές μας τότε,
πολύ η δουλειά, ακόμη μεγαλύτερη η αγωνία μας για το μέλλον.

Συχνά έπερνα τον σκύλο μου και την κατσικούλα μου κι ανεβαίναμε την πλαγιά του λόφου.
Φτάναμε μέχρι την κορυφή κι από εκεί ατενίζαμε την όμορφη θέα προς την θάλασσα.
Εκεί χανόμουν σε σκέψεις και συναισθήματα.

Θυμάμαι ότι είχα κάτσει καταγής και η κατσικούλα είχε βάλει τα πόδια της στους όμους μου
και κοίταζε ότι κοίταζα πάνω από εμένα.
Σε εκείνο το βουνό στήναμε τα όνειρά μας, πλέκαμε το μέλλον μας.

Σε εκείνο το βουνό μετράγαμε τις πληγές μας και δίναμε χρώματα στα συναισθήματά μας.
Τα χρώματα άλλαζαν, όπως αλλάζουν τα χρώματα της θάλασσας στο ηλιοβασίλεμα.

Τότε το βουνό εκείνο ανείκε σε εμένα και σε ότι ένοιωθα και σκεφτόμουν.
Δεν είχε καμία ιδιαίτερη ομορφιά εκείνο το βουνό, αλλά ήταν το δικό μου βουνό.
Απέμειναν οι αναμνήσεις μου σε εκείνο το βουνό με την κατσικούλα μου και τον σκύλο μου.

Πέρασαν χρόνια από τότε, πολλά άλλαξαν, άλλα έμειναν ίδια. Εγώ μεγάλωσα, έχασα, κέρδισα,
κατέκτησα, πόνεσα, έζησα και ζω. Είχα αφήσει σε εκείνο το βουνό τις αναμνήσεις μου,
είχα αφήσει τα όνειρά μου, μέχρι και την μοναξιά μου άφησα εκεί.
Το βουνό αμίλητο τα δέχτηκε όλα. Αιώνιο βουνό, ποιος ξέρει πόσες σκέψεις είχε ακούσει,
πόσο πόνο είχε διαβάσει.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008...18 χρόνια από τότε.
Πόσα έζησα από τότε? Αναπάντητες αγωνιώδης κλήσεις στο κινητό μου από την μητέρα μου
που ακόμα μένει εκεί, σε εκείνο το σπίτι.
Ο άντρας της έχει πεθάνει από το 1996. Εγώ χωμένος στο στρες της δουλειάς μου σηκώνω το τηλέφωνο
σχεδόν εκνευρισμένος.
Πόσες φορές της έχω πει να μη με παίρνει 10 η ώρα το πρωί που πνίγομαι στην δουλειά?
Ακούω μία φωνή σπασμένη, απελπισμένη, χαμένη..."φωτιά αγόρι μου...καιγόμαστε...θα καεί το σπίτι μας...
Φεύγω". Απάντησα "έρχομαι..."

Είκοσι λεπτά αργότερα πλησίαζα το βουνό μου, φλόγες, καπνός...η φωτιά της Κερατέας έκαιγε το βουνό μου,
έκανε στάχτη τις αναμνήσεις μου, έσβηνε τις σκέψεις που είχα κάνει εκεί, κατέστρεφε την θύμηση της κατσίκας μου
και του σκύλου μου.

Έγραφα κάποτε ότι η φωτιά της Ηλείας, της Μεγαλόπολης, της Εύβοιας, της Ρόδου, ήταν μαχαιριά στην καρδιά μας,
ήταν δική μας φωτιά. Έκανα λάθος, η φωτιά που καίει το παρελθόν σου είναι η δική σου φωτιά.
Αυτή η στάχτη είναι δική σου, αυτή η φλόγα καίει την ψυχή σου και κανείς δεν μπορεί να την σβήσει.

Κηδεύω εδώ μαζί σας το μαύρο μου βουνό κι ελπίζω ότι η επόμενη άνοιξη θα το αναστήσει.
Στάχτη έγιναν τα όνειρά μου, αλλά η άνοιξη θα τα ζωντανέψει ξανά, πρέπει να τα ζωντανέψει ξανά.

Σήμερα κάηκε το βουνό μου, κάηκε το βουνό του Χρήστου, κάηκαν οι θύμησές μου,
κάηκαν τα όνειρά μου...ο πυκνός καπνός τα έσβησε όλα...

Ήταν η φωτιά της Κερατέας...άλλη μία φωτιά...που οι ηρωικοί πυροσβέστες και πιλότοι την έσβησαν..
.αλλά που μέσα μου ακόμα καίει...περιμένοντας το πρώτο λουλούδι της άνοιξης!

Δεν παύω να ελπίζω...αλλά σήμερα πενθώ...είναι μαύρη η ψυχή μου σαν το βουνό μου!


Χρήστος


eleusis.pblogs.gr