Τα χρόνια που πέρασαν, έγιναν πολλές εκδηλώσεις για την επέτειο του πολυτεχνείου, ακούσαμε λόγους για το πνεύμα και το νόημά του, γράφτηκαν πολλά άρθρα, πολλοί πρωταγωνιστές δε κατέλαβαν κυβερνητικά αξιώματα και κεφαλαιοποίησαν σε σημαντικότατο βαθμό της αγωνιστικότητά τους. Άλλοι έγιναν ήρωες, άλλοι φέρθηκαν σεμνά, και άλλοι άσχετοι περιφέρονται σε εκδηλώσεις και παίρνουν βραβεία και αναμνηστικά διάφορα που αφορούν όμως άλλους Γιατί τα λέω αυτά, μετά από τόσα χρόνια, και ποιόν αφορούν, ίσως και κανένα.
Νομίζω, όμως, πως έχω δικαίωμα, να πω μιά μικρή ιστορία.
Το 1965, έμενα στην Αθήνα, σε μια ωραία συνοικία του κέντρου, το Κουκάκι, δηλαδή ουσιαστικά στο κέντρο της Αθήνας, έτσι μου δόθηκε η δυνατότητα να ζήσω από κοντά μεγάλα γεγονότα εκείνης της εποχής.
Σε ηλικία 11 ετών, είχα τελειώσει την Πέμπτη δημοτικού, όταν μάθαμε στην γειτονιά για τα σοβαρά επεισόδια που γίνονταν στο κέντρο της Αθήνας και μάλιστα υπήρχε ένας νεκρός. Φωτιές, οδοφράγματα, άνθρωποι αγανακτισμένοι και οι συζητήσεις των μεγάλων συνεχώς με αναλύσεις για τα σοβαρά προβλήματα στο πολιτικό μας σύστημα. Το Κουκάκι, αρχοντική γειτονία είχε πολλά ωραία νεοκλασσικά σπίτια που τα έφαγε η αντιπαροχή. Στο δε σχολείο μου είχαμε παιδιά από όλη την Ελλάδα, που η ραγδαία ανάπτυξη της αστυφιλίας, έφερε τις οικογένειές τους στην Αθήνα, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Είχαμε επίσης και παιδιά από την Κωνσταντινούπολη, που μετά τους διωγμούς του'65, εγκαταστάθηκαν οι οικογένειές τους στην Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα.
Ένας εισαγγελέας του Αρείου πάγου που έμενε στην ίδια πολυκατοικία με εμάς, κεντρώος στις πολιτικές πεποιθήσεις, μας εξηγούσε τι ακριβώς συμβαίνει και θυμάμαι πως έλεγε ότι δεν γλυτώνουμε την χούντα...χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σήμαινε αυτό. Όμως δεν το έλεγε μόνο αυτός, το έγραφαν οι εφημερίδες, ήταν θέμα στις θεατρικές επιθεωρήσεις, μαζί με άλλα προσφιλή θέματα από την πολιτική επικαιρότητα, όπως...ο γαργάλατας, ...το παρδαλό κατσίκι κ.α.
Έως το 1967 που πήγα στο γυμνάσιο, οι απεργίες ειδικά στις υπηρεσίες καθαριότητας και στις συγκοινωνίες ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Το γυμνάσιο που πήγαινα ήταν στην Πλάκα, οδός Σχολείου, πάροδος Αδριανού, έτσι όταν δεν πηγαίναμε με τους φίλους μου ποδαράτο, παίρναμε λεωφορείο. Αλλά ποιο λεωφορείο, την συγκοινωνία στην Αθήνα έκαναν στρατιωτικά ΡΕΟ με φαντάρο οδηγό και βοηθό στο πίσω μέρος που βοηθούσε την αποεπιβίβαση.
Ώσπου το πρωϊ της 21 Απριλίου 1967, ημέρα Παρασκευή, δεν υπήρχε στρατιωτικό λεωφορείο στην στάση... υπήρχαν όμως τα τεθωρακισμένα του Παττακού, δυό δρόμους πιο κάτω, στην λεωφόρο Συγγρού, με κατεύθυνση το κέντρο δηλ. Την Βουλή. Εμείς εντυπωσιασμένοι από το θέαμα και ανυποψίαστοι, πήγαμε να δούμε από κοντά το θέαμα. Όμως η συμπεριφορά των επικεφαλής που ήταν απαίσια προς μια παρέα πέντε δωδεκάχρονων παιδιών, μας υποχρέωσε να φύγουμε τρέχοντας. Η ανασφάλεια και το άγχος τους ήταν ολοφάνερο. Μαθημένοι όμως στην φασαρία, η στο πάντα κάτι γίνεται που δεν μας αφορά, προχωρήσαμε με κατεύθυνση προς το σχολείο μας στην Πλάκα.
Το ιστορικό κέντρο όμως ήταν αποκλεισμένο και στην είσοδο της Πλάκας από Διονυσίου Αεροπαγίτου μεριά, στην αρχή της Βύρωνος μας σταμάτησαν Λοκατζήδες, οπλισμένοι σαν αστακοί. Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Ένα έφεδρος αξιωματικός μας είπε με τρόπο να πάμε γρήγορα σπίτι μας και να κλειστούμε μέσα. Το οποίο και κάναμε...σε χρόνο μηδέν.Το βράδυ υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και έτσι μείναμε σπίτι ακούγοντας τις ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο. Πίσω από την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας του τετάρτου ορόφου που έμενα, έβλεπα τα στρατιωτικά οχήματα που είχαν σταθμεύσει στην πλατεία Κουκακίου. Μια από τις πιο σκληρές εικόνες που έχω δεί στην ζωή μου. Στρατιώτες υποχρεωμένοι να κάνουν ένα απάνθρωπο έργο. Έπαιρναν από τα σπίτια τους και μάζευαν κατά ομάδες, οικογενειάρχες που ήταν γραμμένοι στις καταστάσεις, με ένα βαλιτσάκι στο χέρι, προς άγνωστη κατεύθυνση. Πήραν και από την πολυκατοικία μας τον κύριο Μίμη, που εργαζόταν σε βιομηχανία στο Λαύριο.
Και σίγουρα η σύζυγός του μαζί με την κόρη του που ήταν συμμαθήτριά μου στο δημοτικό, θα κρυφοκύταγαν-όπως κι εγώ- αλλά με περισσότερη αγωνία και ανησυχία από την μπαλκονόπορτα. Την Δευτέρα άνοιξαν τα σχολεία και εκεί έμαθα ότι είχαν πάρει επίσης τον πατέρα της Ειρήνης και τον πατέρα του Μάκη, που την εβδομάδα εκείνη δεν ήλθαν καθόλου στο σχολείο.
Ο μόνος που γύρισε μετά από πέντε ημέρες ήταν ο πατέρας του Μάκη, οι άλλοι άργησαν να γυρίσουν...πέρασαν τα χρόνια. Το σχολείο μου ήταν στην Πλάκα, έτσι έζησα από κοντά το νέο κύμα, την Λήδρα του Μαρκόπουλου με τον Γαργανουράκη και το Ξυλούρη, την απανεμιά του Γ.Ζωγράφου με τον οποίο έγινα φίλος, το υπόγειο στην Αδριανού με τους Ζουγανέλη, Θανάση Γκαϊφίλια, Νικόλα Άσημο, κατόπιν τον Μητσιά και την Γαλάνη στο ξεκίνημα της καρριέρας τους, όπως και πολλούς άλλους.
Το σχολείο μου επειδή ήταν στην Πλάκα ,εκπροσωπούσε σε όλες τις επίσημες εκδηλώσεις την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έτσι στις δοξολογίες, καταθέσεις στεφάνων, εορτές είχαμε πάντα αντιπροσωπεία οπού πρώτη θέση είχα εγώ λόγω παραστήματος. Παράλληλα στο σχολείο είχαμε και τις απώλειες, όπως στην κηδεία του Γ.Παπανδρέου που κάναμε ομαδική κοπάνα και συμμετείχαμε στην αυθόρμητη μεγαλειώδη διαδήλωση που έγινε τότε.
Εκεί στα επεισόδια που ακολούθησαν φύγαμε τρέχοντας και κρυφτήκαμε στα στενά της Πλάκας, ο Γιάννης όμως, δυό χρόνια μεγαλύτερός μου που ήταν γιός γνωστού ζωγράφου ποιητή και θεατρικού συγγραφέα, χάθηκε...μάθαμε ότι τον συνέλαβαν και υπέστη σοβαρά βασανιστήρια στο Β.τμήμα της Βύρωνος.
Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου 1971 και 1972, μας είχαν αγγαρέψει και συμμετείχαμε σε όλες τις εκδηλώσεις που έκανε η χούντα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπως για την επέτειο της 21 Απριλίου, για την ημέρα των ενόπλων δυνάμεων, για την «πολεμική αρετή των Ελλήνων», οπού οι φαντάροι έκαναν όλες τις κατασκευές, τα άρματα της παρελάσεως και συμμετείχαν στα δρώμενα. Εμείς κάναμε βοηθητικές εργασίες όπως παριστάναμε τους σαλπιγκτές ντυμένοι με χλαμύδες, ψηλά στο διάζωμα την ώρα που έμπαιναν στο στάδιο οι πολεμιστές του Μαραθώνα, η άλλη φορά πετάγαμε μπαλόνια όταν έμπαινε πάνω σε άρμα η Σοφία Βέμπο η μαζεύαμε τα απομεινάρια από τις μάχες που αναπαρίσταναν στο στάδιο οι φαντάροι. Όταν η γιορτή γινόταν διπλή, την μια ημέρα τα σχολεία και την άλλη οι μαθητές εμείς κάναμε και τους ταξιθέτες. Πάντως αυτές οι γιορτές ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εμάς να κάνουμε δικαιολογημένη κοπάνα.
Οι γιορτές αυτές σήμερα χαρακτηρίστηκαν ως κιτς, ήταν χαρακτηριστικές όμως για εκείνη την εποχή ως ψυχαγωγικό διέξοδο για πολύ κόσμο καθώς το στάδιο των 80.000 θέσεων κάθε φορά γέμιζε και έμενε κόσμος απ'έξω, καθώς η χούντα παρείχε άρτον και θεάματα.
Παράλληλα με την παρέα μου πηγαίναμε σε ταβερνάκια του Παγκρατίου και της Καισαριανής.
Είχαμε στην παρέα μια κιθάρα και ένα μπουζούκι και όταν γινόμαστε λίγοι ο ταβερνιάρης με ένα νεύμα κλείδωνε την πόρτα και πιάναμε Θεοδωράκη...αλλά δεν γνωρίζαμε τότε ότι με αυτόν τον τρόπο κάναμε αντίσταση.
Είχαμε στην παρέα μια κιθάρα και ένα μπουζούκι και όταν γινόμαστε λίγοι ο ταβερνιάρης με ένα νεύμα κλείδωνε την πόρτα και πιάναμε Θεοδωράκη...αλλά δεν γνωρίζαμε τότε ότι με αυτόν τον τρόπο κάναμε αντίσταση.
Το 1972 τελείωσα το γυμνάσιο και μπήκα στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά, οπού είχε ήδη φουντώσει το αντιδικτατορικό κίνημα. Πέραση μεγάλη είχε η οργάνωση «Ρήγας Φεραίος» που μας ενημέρωνε με τον «Θούριο» και όχι μόνο και έτσι συνειδητοποιήσαμε ότι σιγά-σιγά άρχιζαν οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις, πραγματικές όμως και με φανερούς τους κινδύνους. Γιατί σε όλες τις σχολές, είχαν εισχωρήσει κάτι περίεργοι τύποι του Σπουδαστικού της Ασφάλειας των Μπάμπαλη και Μάλιου, που μας προσέγγιζαν ειδικά τους πρωτοετείς που είμαστε και αμαθείς στα δρώμενα.
Έτσι όταν για λόγους καταστολής, άρχισε η υποχρεωτική στράτευση που ήταν και η αρχή των κινητοποιήσεων, οι στόχοι είχαν επιλεγεί και ήταν συγκεκριμένοι. Αρχίσαμε τον Γενάρη του 1973, ξαφνικά να χάνουμε τους φίλους μας και συμφοιτητές μας. ο Μίλτος από την Λάρισα και ο Θανάσης από το Κερατσίνι χάθηκαν και μετά από ημέρες μάθαμε ότι συνελήφθησαν από την ασφάλεια και κατατάχθηκαν αμέσως.
Οι συνελεύσεις που ακολούθησαν αποφάσισαν την κατάληψη της σχολής που έγινε μια Παρασκευή του Γενάρη 1973. Αμέσως κινητοποιήθηκε ο χουντικός Δήμαρχος Σκυλίτσης και με το Χουντικό διορισμένο πρυτανικό συμβούλιο κάλεσαν την αστυνομία που έκαναν αποκλεισμό στην σχολή με αποτέλεσμα να γίνει βίαιη εκκένωση. Ειδοποιηθήκαμε κάποιες ημέρες να μην πάμε στην σχολή γιατί είχε αναπτύξει έντονη δράση το σπουδαστικό της ασφάλειας. Όταν άρχισε η εξεταστική του Φεβρουαρίου, είχε φουντώσει η αγανάκτηση με την στράτευση και έτσι είχαμε την κατάληψη της Νομικής, με τα γνωστά επεισόδια, τις συλλήψεις και τις εξαφανίσεις.
Είχα ήδη ενσωματωθεί για τα καλά στην φοιτητική ζωή. Το πρωϊ εργαζόμουν στην Πλάκα, σε εργαστήριο ζωγραφικής σε είδη λαϊκής τέχνης και τα απογεύματα με το πράσινο λεωφορείο κατέβαινα στον Πειραιά, για τα μαθήματα που τότε γίνονταν στον Πειραϊκό Σύνδεσμο.
Η ενδυμασία μας ήταν σχεδόν πανομοιότυπη. Αμερικάνικα τζάκετ που αγοράζαμε από την Αμερικάνικη αγορά στην Αθηνάς. Τζήν από τον Ναούμ στην Σταδίου και άρβυλα από τον Αρμένη και τον Μουράτ, στην πλατεία Αβυσσηνίας. Τα στέκια μας με την κιθάρα και το μπουζούκι ήταν τα ταβερνάκια στην Καισαριανή, το «πίνει και λύνει» και «ο φάβας» στο Κουκάκι και φυσικά πολλά βράδυα, όσα η ασφάλεια του επέτρεπε να λειτουργεί, τα Χρυσά Κλειδιά με τον Γιώργο Ζωγράφο. Εκεί πρωτοακούσαμε Μαγιακόφσκι, τους «μοιραίους» και το «οδηγητή» του Βάρναλη και τις αργές ώρες τραγουδούσαμε όλοι μαζί μελοποιημένο Εγγονόπουλο, όπως επίσης Θεοδωράκη, Λοϊζο...Ξαρχάκο και ονειρευόμαστε γιατί εκεί αισθανόμαστε ότι κάτι νέο ετοιμάζεται και εμείς είμαστε οι πρωταγωνιστές του. Πέρασε ο χειμώνας του 1973 με καχυποψία, ανασφάλεια, συλλήψεις, στρατεύσεις, προσμονή και ελπίδα και έτσι μας βρήκε το καλοκαίρι.
Το «μεγάλο μας τσίρκο» του Καμπανέλλη, στο Αθήναιον με Καζάκο, Καρέζη, Κατράκη, Παπαγιαννόπουλο, Ξυλούρη κ..α και το «ω, τι κόσμος μπαμπά» του Μουρσελά, με Μιχαλακόπουλο, Διαμαντόπουλο έγιναν σημεία αναφοράς προβληματισμού και αντίστασης.
Όταν το φθινόπωρο άνοιξαν οι σχολές, ο αναβρασμός ήταν φανερός και η αντίδραση προς το καθεστώς έκδηλη. Έτσι η χούντα υποχρεώθηκε στα μέτρα...φιλελευθεροποίησης με τον δοτό Πρωθυπουργό Σπ.Μαρκεζίνη.
Εξεταστική τον Σεπτέμβριο δεν κάναμε ,λόγω αποχής, αλλά και ούτε μαθήματα άρχισαν στην σχολή με αφορμή το αίτημα για απομάκρυνση του χουντικού καθηγητή Σχοινά, μαζί με άλλα αιτήματα για τα προγράμματα σπουδών και την στράτευση. Τα αιτήματα αυτά ήταν η αφορμή, τα αίτια ήσαν πολλά και έτσι οι συνελεύσεις της σχολής μας είχαν σε συνεχή ετοιμότητα και εγρήγορση.
Όταν το Χημικό και άλλες σχολές του Πανεπιστημίου αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στο Πολυτεχνείο, ειδοποιηθήκαμε να πάμε την Πέμπτη 15 Νοεμβρίου απόγευμα στο Πολυτεχνείο για συμπαράσταση. Εκεί σε πρόχειρη συνέλευση, αποφασίσαμε να παραμείνουμε μέσα και να βοηθήσουμε την οργάνωση. Έτσι παρακολουθήσαμε την μεγάλη συναυλία που έγινε στο Αμφιθέατρο με ον Ξυλούρη.......... Όταν χάραξε την Παρασκευή, εγώ έφυγα και πήγα για εργασία στο εργαστήριο στην Πλάκα. Πρίν φύγω όμως μου έκανε εντύπωση η συμμετοχή του κόσμου με προσφορά τροφίμων αλλά και συμπαράσταση στους φοιτητές.
Το μεσημέρι μαζί με άλλους, πήγαμε στο Πολυτεχνείο, με σκοπό να συναντήσω τους συμφοιτητές μου που ήταν μέσα. Ο κόσμος ήταν πολύς, στην Πατησίων επικρατούσε το αδιαχώρητο και όλοι ετοιμάζονταν για την μεγαλύτερη σε ένταση και παλμό διαδήλωση που έχω δεί ποτέ. Με μπροστάρηδες τους οικοδόμους, ξεκίνησε η πορεία με το γνωστό σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».
Τα γραφεία έκλειναν και οι εργαζόμενοι κατέβαιναν με ενθουσιασμό να ενωθούν με τους διαδηλωτές. Σταδίου και Κοραή περίμεναν οι «ΑΥΡΕΣ» και στην πλατεία Κλαθμώνος έγινε η πρώτη πραγματική μάχη. Εμείς είμαστε λίγο πιο πίσω και μαζί με μεγάλη ομάδα, βρεθήκαμε μέσω των στοών «Κατράντζου» και «Ορφέως» πίσω από το μπλόκο της αστυνομίας προς το Σύνταγμα. Τότε τα πράγματα αγρίεψαν, καθώς εκτός από γκλόπς, δακρυγόνα, ακούσαμε και πυροβολισμούς. Έτσι αναγκασθήκαμε να κρυφτούμε σε ένα μαγαζί με γραβάτες στην Σταδίου, που μείναμε για πολύ ώρα. Κατά τις 9.00 το βράδυ και ενώ στην Πατησίων, μετά την Ομόνοια επικρατούσε αστυνομοκρατία, αποφασίσαμε να πλησιάσουμε στο Πολυτεχνείο από την Γ.Σπετεμβρίου.
Όταν φθάσαμε Χαλκοκονδύλη, συνειδητοποιήσαμε ότι η προσέγγιση πλέον στο Πολυτεχνείο ήταν αδύνατη, καθώς η αστυνομία ήταν παντού, ακούγονταν δε συνεχώς πυροβολισμοί. Τότε αρχίσαμε να τρέχουμε, καθώς πλησίαζαν δύο «ΑΥΡΕΣ» που κατέβαιναν ανάποδα την Χαλκοκονδύλη. Μπήκαμε τρέχοντας σε μια πολυκατοικία, πρίν την πλατεία Βάθης και καταλήξαμε στον τέταρτο όροφο σε ένα φροντιστήριο Αγγλικών. Οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν από κάτω, έτσι μείναμε μέσα με κραγιόν στα μάτια, περιμένοντας την απομάκρυνσή τους, για να φύγουμε. Φυσικά δεν είχαμε ραδιόφωνο και δεν γνωρίζαμε τι γίνεται δύο τετράγωνα πιο πάνω.. ενώ οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση.
Οι σειρήνες των ασθενοφόρων και των πυροσβεστικών στρίγγλιζαν συνεχώς, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα φόβου και έντασης. Κατά τις 2 η ώρα την νύχτα και όταν πλέον η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική από το πλήθος των δακρυγόνων που είχαν ριφθεί, αποφασίσαμε να κάνουμε ηρωϊκή έξοδο. Η κατεύθυνσή μας φυσικά προς την πλατεία Βάθης, που την ήλεγχε η χωροφυλακή. Ανάμεσα σε φωτιές και μπλόκα, μας άφησαν και περάσαμε προς την πλατεία Καραϊσκάκη. Ένα εφιαλτικό οδοιπορικό, που δεν θα ξεχάσω ποτέ, μη γνωρίζοντας όμως ακόμη τον πραγματικό κίνδυνο που διατρέχαμε εκείνη την ώρα. Μετά από μια ώρα πεζοπορία μέσω Σοφοκλέους-Αθηνάς- Πλάκας-Μακρυγιάννη έφθασα στο σπίτι. Άνοιξα αμέσως τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου και άκουσα τα τελευταία λόγια του εκφωνητή και τη απότομη σιγή...
Η ένταση, η σκέψη για το τι θα απέγιναν οι συμφοιτητές και φίλοι μου αλλά και το συναίσθημα ότι έζησα ιστορικές στιγμές που θα καθόριζαν τις κατοπινές εξελίξεις, δεν με άφησαν να κοιμηθώ.
Η ένταση, η σκέψη για το τι θα απέγιναν οι συμφοιτητές και φίλοι μου αλλά και το συναίσθημα ότι έζησα ιστορικές στιγμές που θα καθόριζαν τις κατοπινές εξελίξεις, δεν με άφησαν να κοιμηθώ.
Το πρωϊ νωρίς πήγα στο εργαστήρι που εργαζόμουν, πήρα μαζί μου τον Γιώργο από τον Κολωνό, ένα παιδί την γειτονιάς με λιγοστή μόρφωση που ήταν φοβιτσιάρης και δύσπιστος και τον έπεισα να τον πάω να δεί τι έγινε την νύχτα στο Πολυτεχνείο. Νόμιζα ότι όλα είχαν τελειώσει και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Το ίδιο νόμιζε και ο περισσότερος κόσμος. Μετά την Ομόνοια ακούγονταν πάλι πυροβολισμοί, αλλά νόμιζα ότι ήταν στον αέρα για εκφοβισμό.
Πολύ αργότερα μάθαμε ότι οι περισσότεροι νεκροί και τραυματίες του Πολυτεχνείου χτυπήθηκαν εκείνο το πρωϊνό του Σαββάτου από περιπόλους και από κάποιους φονιάδες που είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες, όπως στην ταράτσα του ΟΤΕ. Προλάβαμε και είδαμε την σπασμένη πύλη και τα πυροσβεστικά που έριχναν νερά στην αυλή. Τα γένια που είχα, το αμπέχονο και η εν γένει εμφάνιση δεν μου επέτρεψαν να μείνω πολύ στον χώρο, έτσι μέσω πλατείας Λαυρίου, πήραμε γρήγορα-γρήγορα τον δρόμο της επιστροφής.
Την Κυριακή ακούγονταν πυροβολισμοί ακόμη και στην περιοχή της Ακρόπολης. Την άλλη Κυριακή ακούσαμε στο ραδιόφωνο εμβατήρια. Να δείτε που αυτή την φορά θα είναι ο Ιωαννίδης, μας είπε ο πατέρας του Στέφανου, ο Μάρκος Κορνάρος που ήταν απόστρατος πλωτάρχης του Ναυτικού, διώχθηκε από την Χούντα, λόγω δημοκρατικών φρονημάτων και ήξερε πρόσωπα και πράγματα.
Εδώ τελειώνω την διήγησή μου, η οποία μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν. Εξάλλου δεν ήμουν κανένας ήρωας. Περιέγραψα κάποια γεγονότα την περίοδο της δικτατορίας και ιδιαίτερα του Πολυτεχνείου...όπως τα έζησα. Όμως θα μπορούσα να έχω γίνει και ήρωας αν είχα συλληφθεί η αν είχα βασανιστεί, η αν μου είχε συμβεί και τίποτα χειρότερο εκείνες τις περίεργες ημέρες. Κατά τύχη τίποτα από αυτά δεν μου συνέβησαν.
Το ζήτημα είναι ότι πολλοί αγωνιστές εκείνης της περιόδου και όχι μόνο κεφαλαιοποίησαν την άμεση και έμμεση συμμετοχή τους και πρωτοστάτησαν στην λεγόμενη μεταπολιτευτική περίοδο από κυβερνητικά και άλλα πόστα. Άλλοι ακολούθησαν μια πιο ήρεμη πορεία, όμως με ενεργό δράση από τις παρυφές του συστήματος. Πέρασαν τα χρόνια και σήμερα μετά λύπης μου διαπιστώνω, ότι με ευθύνη της δικής μου γενιάς το σύνθημα του πολυτεχνείου «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», ενώ δυστυχώς έχασε την αξία του παντελώς και στις τρείς διαστάσεις του, επανέρχεται δυναμικά κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες που κανείς μας δεν μπορούσε να φαντασθεί.
dete.gr