Μέρες τώρα κυκλοφορούσε στο twitter η έκκληση για προσφορά τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων στο Λαύριο.
Αμέσως θέλησα να βοηθήσω, επειδή μου φαινόταν αδιανόητο να μην μπορεί το κράτος να καλύψει μια ανάγκη τόσο βασική στα άτομα που είχε υπό την αιγίδα του. Συγκέντρωσα λοιπόν κάποια τρόφιμα και το μόνο που απέμενε ήταν να βρω κάποιον να πάμε μαζί ως το Λαύριο.
Δεν ξέρω γιατί, μα ήταν πολύ έντονη η επιθυμία μου να μην πάω μόνη μου στο Κέντρο. Πιθανόν λόγω της άγνοιάς μου για το τι θα έβλεπα εκεί. Οι εικόνες των προσφύγων στα αρχεία της μνήμης μου ήταν εικόνες δυστυχίας και σκοτεινιάς.
Κυριακή απόγευμα λοιπόν με τον ήλιο να φωτίζει κάθε χρώμα στο δρόμο μας και με ζωηρή, ευχάριστη κουβέντα φτάσαμε στο Λαύριο. Μου φάνηκε πόλη ανοιχτή, γεμάτη χρώματα. Ίσως έφταιγε ο καλοκαιρινός ήλιος. Δίπλα στην κεντρική πλατεία, σε ένα στενό, ήταν το Κέντρο. Γκρίζο. Μια γκρίζα τσιμεντένια αυλή με γκρίζες πολυκατοικίες ολόγυρά της. Τα μπαλκόνια ήταν μικροσκοπικά, γεμάτα πράγματα και απλωμένα ρούχα. Φωτογραφίες από προσφυγικές κατοικίες αλλοτινών φτωχογειτονιών ανασύρθηκαν από τη μνήμη. Ή και φωτογραφίες από συνοικίες σε πόλεις φτωχών χωρών.
Ένα βλέμμα προς τα αριστερά, προς την πλατεία του Λαυρίου, ίσως να γινόταν άγκυρά μου στο σύγχρονο κόσμο, μα τα μάτια μου δεν ήθελαν να φύγουν από την αυλή. Νομίζω πως αποζητούσα την πηγή του ευχάριστου ήχου που άκουγα: κουβέντες ζωντανές και παιδικές φωνές. Δε θυμάμαι να είδα κάπου γυναίκες. Είδα λίγα παιδιά να παίζουν χαρούμενα κρατώντας ένα μπουκάλι και άντρες με δυνατή παρουσία που μας πλησίασαν, όταν ρωτήσαμε πού θα μπορούσαμε να αφήσουμε τα τρόφιμα. Ενώ στο μυαλό μου είχα ότι θα κουβαλούσαμε τις σακούλες μέχρι το σημείο που θα μας υποδείκνυαν, εκείνοι πρόθυμοι μας ακολούθησαν ως το αυτοκίνητο και πήραν τις προμήθειες. Στη συνέχεια χαμογελώντας μας προσκάλεσαν μέσα για ένα τσάι. Βιάστηκα να αρνηθώ, γιατί μέσα στο μυαλό μου η προσφορά αυτή συνεπαγόταν ότι κάποιος θα το στερούνταν το τσάι αυτό, για να το πιω εγώ. Μας χαιρέτησαν με μια εγκάρδια, δυνατή χειραψία.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω σταμάτησα. Τα χέρια μου έτρεμαν και είχα βουρκώσει. Είχα κατακλυστεί από συναισθήματα που δεν μπορούσα καν να προσδιορίσω. Δύο μέρες μετά νομίζω πως μόλις πιάνω την άκρη του κουβαριού.
Το θέμα έγκειται στις εικόνες που ήταν αποθηκευμένες στη μνήμη μου. Μέσα από το σχολείο, τις ταινίες, τα ντοκυμαντέρ είχα αποτυπώσει στο μυαλό μου την προσφυγιά, τον ξεριζωμό, τον κατατρεγμό. Γνώσεις πολλές, μα με συναίσθημα δευτερογενές. Σχεδόν σαν να ήμουν προϊόν τεχνητής νοημοσύνης. Τώρα όμως αισθανόμουν πώς είναι να είσαι πρόσφυγας. Δεν το βίωνα, γιατί εγώ είμαι στο σπίτι μου, μα το προσλάμβανα με τις αισθήσεις μου. Αισθανόμουν το γκρίζο που περιβάλλει τους ανθρώπους αυτούς, έβλεπα τη χαρά τους, όταν εξασφάλιζαν εκείνα που ονομάζονται αυτονόητα, άκουγα τα παιδιά τους να παίζουν. Το δυτικό μυαλό μου αδυνατούσε να συλλάβει πώς είναι δυνατή η χαρά ή έστω η ηρεμία, όταν τα βασικά υλικά αγαθά δεν είναι εξασφαλισμένα. Μου ήταν ασύλληπτο πως η φτώχεια δε συνεπάγεται την απόλυτη δυστυχία. Μα τελικά νιώθω πως αυτό που με κατέκλυσε και με έκανε να βουρκώσω ήταν η ανθρώπινη επαφή.
Και ιδού το μάθημά μου. Θέλω να βρω την επαφή που κρύβεται πίσω από τον φόβο μου. Να κάνω ένα βήμα πέρα από τις πληροφορίες και να πλησιάσω τη γνώση. Να γνωρίσω, όχι μόνο τους ανθρώπους, μα και τα βιώματά τους. Να μετατρέψω το δυτικό νου μου σε ανθρώπινη καρδιά κι έτσι να ζήσω τη δική μου «παγκοσμιοποίηση».