Βγήκε από εκεί και άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια να βρεί σπίτι. Κανένας όμως δεν τον ήθελε. Μπήκε σε πανσιόν. Και οι εκκλήσεις για υιοθεσία συνεχιζόντουσαν. Τίποτα όμως. Και ο Σωτηράκης περίμενε υπομονετικά, αρκούμενος στα χάδια αυτών των ανθρώπων-ηρώων. Και από ένα υποσιτισμένο, φοβικό σκυλί έγινε μια τρυφερή ψυχή. Και ακόμα, πάλι, κανένας δεν τον ήθελε.
Μέχρι που μόλις πριν από 2 μήνες, με τον συνεχή αγώνα αυτών των ανθρώπων-ηρώων, φιλοξενήθηκε στο σπίτι μιας κοπέλας που άνοιξε την καρδιά της, την αγκαλιά της, και τον έκανε μέλος της οικογένειάς της. Δυστυχώς όμως, για τον Σωτηράκη ήταν αργά. Η υγεία του δεν άντεξε. Κι έτσι, διάβασα σήμερα με το που άνοιξα τον υπολογιστή πως το χαμογελαστό ημίαιμο δεν ζεί πιά. Και βούρκωσα. Και έκλαψα. Κι ας μην τον είχα γνωρίσει ποτέ από κοντά, κι ας μην τον είχα χαϊδέψει ποτέ.
Το μόνο γλυκόπικρο χαμόγελο που σχηματίστηκε ήταν γιατί ο Σωτηράκης έστω και για λίγο ένιωσε την αγάπη και το τι πάει να πεί «να ανήκεις κάπου». Και θέλω να πιστεύω πως επίσης ένιωσε απεριόριστη ευγνωμοσύνη προς αυτούς τους ανθρώπους-ήρωες, που από την πρώτη στιγμή που τον βρήκαν δεν τον άφησαν στην τύχη του, που δεν ήταν καμιά άλλη από το να αφήσει την τελευταία του πνοή, ενάμιση χρόνο πρίν, και να πάει –όπως λέει ο λαός μας- «σαν το σκυλί στ’αμπέλι».
Καλό ταξίδι φιλαράκο! Αφησες πίσω σου θλίψη, αλλά εσύ βρήκες την γαλήνη σου. Να ‘σαι καλά εκεί που πάς.
της Μαρίας Φραγκουλοπούλου
της Μαρίας Φραγκουλοπούλου