Η αιτούσα, ηλικίας 43 ετών, είναι διαζευγμένη από το έτος 2004 και άνεργη από το 2011 με μηδενικό εισόδημα. Οι συνολικές οφειλές της ανέρχονται στο ποσό των 159.247,37 ευρώ.
Έχει στην κυριότητά της ένα ισόγειο διαμέρισμα συνολικού εμβαδού 120 τ.μ., έτους κατασκευής 1999, το οποίο βρίσκεται στη Κερατέα Αττικής.
«Η αρνητική σχέση μεταξύ μηδενικού εισοδήματος της αιτούσας και των οφειλών της κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, λόγω της οικονομικής ύφεσης που διέρχεται η χώρα και του υψηλού ποσοστού ανεργίας από 27,8 %, χωρίς ορατό ορίζοντα εξόδου από αυτή».
«Η αδυναμία πληρωμής της αιτούσας δεν οφείλεται σε δόλο, καθόσον μόνο ο όγκος των δανείων δεν θεμελιώνει δόλια συμπεριφορά, δοθέντος ότι η αιτούσα εύλογα πίστευε ότι το εισόδημά της από 2.000 ευρώ περίπου πριν καταστεί άνεργη, επέτρεπε να εξοφλήσει τμηματικά τις οφειλές της σύμφωνα με τους όρους των δανειακών συμβάσεων».
«Εάν η οφειλέτης – αιτούσα ήταν αφερέγγυα οι πιστώτριες είχαν την δυνατότητα έρευνας τους εισοδήματός της και της επάρκειάς του ζητώντας να τους προσκομίσει σχετικά πληροφοριακά στοιχεία για το εισόδημά της και να αρνηθούν τη δανειοδότησή της. ….»
«Ο Ν. 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση».
Τα μετέχοντα στη δίκη πιστωτικά ιδρύματα ισχυρίστηκαν ότι η αιτούσα δόλια περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής, και ότι ο δόλος της συνίσταται στην ενσυνείδητη από μέρους της ανάληψη πολλών χρεών χωρίς να έχει την απαιτούμενη οικονομική – εισοδηματική δυνατότητα να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή αυτών.
Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη για τους εξής λόγους:
«Η αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών, που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής και στην επαναφορά της ισορροπίας των παροχών, που διαταράχθηκε από διάφορα περιστατικά – προβλεπτά ή απρόβλεπτα - με κριτήρια αντικειμενικά, για την ασφάλεια των συναλλαγών και γενικότερα του δικαίου (Β. Βαθρακοκοίλης – Αναλυτική ερμηνεία – νομολογία του ΑΚ, τ. Ι, έκδοση 1884, αρ. 288, σελ. 423). Με το Ν. 3869/2010 παρέχεται στο φυσικό πρόσωπο η δυνατότητα ρύθμισης των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά και βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο κοινωνικό κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μη εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία – χωρίς διέξοδο και προοπτική – κατάσταση, από την οποία – άλλωστε – και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος.
Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί κι ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη, προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Ν. 3869/2010 εξειδικεύοντας τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής του οφειλέτη, καθότι καθορίζει τις προϋποθέσεις ρύθμισης των χρεών και απαλλαγής του από αυτά και έχει σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία των παροχών μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών, που – κατά κύριο λόγο – είναι οι Τράπεζες.
Για αυτό και η αλόγιστη περιέλευση του οφειλέτη σε υπερχρέωση δυσανάλογη με την επάρκεια των εισοδημάτων του για την αποπληρωμή των αναληφθέντων χρεών δεν συνιστά λόγο μη νομιμότητας του αιτήματός του να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου. Η δολιότητα που προβλέπει ο νόμος αναφέρεται στην αδυναμία πληρωμής και όχι στον τρόπο περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναμία. Δεν νοείται δολιότητα κατά ην ανάληψη του δανείου αλλά μόνο κατά το διάστημα μετά την ανάληψή του.
Εξάλλου ο δανειολήπτης που αιτείται τη λήψη δανείου δεν έχει τη δυνατότητα να υποχρεώσει τον πιστωτή του να αποδεχθεί τη πρότασή του. Τα πιστωτικά ιδρύματα όμως έχουν το εξαιρετικό προνόμιο να ερευνήσουν τις οικονομικές δυνατότητας του αιτουμένου το δάνειο καθώς και τις λοιπές προηγούμενες δανειακές του υποχρεώσεις ή την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, απλήρωτων συναλλαγματικών, κατασχέσεων κλπ) μέσω του συστήματος Τειρεσίας.
Για αυτό στην υπ΄ αριθ. Ζ1-699 απόφαση περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23-04-2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης θεσπίζεται ρητά στο άρθρο 8 η υποχρέωση από τα πιστωτικά ιδρύματα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, δηλαδή το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα υποχρεώνεται, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «πριν τη σύναψη σύμβασης πίστωσης να ερευνά και να αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα και φερεγγυότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων κατά το προσυμβατικό στάδιο και κατόπιν έρευνας στη κατάλληλη βάση δεδομένων, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις για την εποπτεία των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων»
«Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δολιότητα νοείται μόνο όταν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους της Τράπεζας προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις του που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι Τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των υποψήφιων πελατών τους».
Το δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο Ν. 3869/2010 και ως εκ τούτου ρύθμισε κατά πρώτο λόγο τις οφειλές της με μηδενικές μηνιαίες καταβολές για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών.
Προκειμένου δε να διασωθεί η κύρια κατοικία της, θα πρέπει να καταβάλλει το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, δηλαδή το ποσό των 96.500 ευρώ, για χρονικό διάστημα 240 μηνών (20 χρόνια).
Συνοψίζοντας, η αιτούσα όφειλε συνολικά 159.247,37 ευρώ προς τις Τράπεζες, ενώ με τη ρύθμιση καταβάλλει συνολικά 96.500 ευρώ, απαλλάσσεται, επομένως, για το υπόλοιπο της οφειλής της ύψους 62.747,37 ευρώ, και έχουμε διαγραφή χρέους 39,40%.
Δημήτριος Αναστασόπουλος,
Δικηγόρος, LL.M.
Δικηγορικό Γραφείο "Δημήτρης Αναστασόπουλος & Συνεργάτες"
Μαυρομματαίων 15, Αθήνα
ΤΚ 10434